- κασίγνητος
- κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α)1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ.β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» — οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.)2. (το θηλ. και μτφ.) αυτή που έχει στενό σύνδεσμο ή την ίδια προέλευση ή όμοιο προορισμό με κάποιον άλλο («συκῆν ἀμπέλου κασιγνήτην», Ιππων.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύνθ. λ. με β' συνθετικό -γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη- «γεννώ, παράγω», με μηδενισμένο το α' φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος). Το α' συνθετικό συνδέεται πιθ. με την πρόθ. κατά (πρβλ. μυκην. kasikono «πρωτόπειρος, σύντροφος, συνάδελφος» και χεττ. πρόθ. kati). Άλλοι συνδέουν τη λ. με κυπρ. κάς «και» και άλλοι, λιγότερο πιθανώς, τή συνδέουν με μια μετοχή τού ἔ-τεκον (αόρ. τού τίκτω). Ο κυπρ. τ. καινίτα προήλθε από σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ- και ιωτακισμό. Η λ. κασίγνητος δήλωνε αρχικά τον ομοπάτριο αδελφό και εξάδελφο από πλευράς πατέρα και στη συνέχεια έλαβε τη γενικότερη σημ. «όμαιμος συγγενής τής ίδιας μεγαλύτερης οικογένειας». Η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' εξοχήν στην ποίηση και η αρχική της σημ. «ομοπάτριος αδελφός» συμβολίζει την έννοια τής πατριαρχίας σε αντιδιαστολή με τη σημ. τής λ. αδελφός* «ομομήτριος αδελφός» που αντικατοπτρίζει το πέρασμα της πατριαρχικής σε μητριαρχική κοινωνική δομή].
Dictionary of Greek. 2013.